- δίστιχος
- -η, -ο (AM δίστιχος, -ον) [στίχος]1. κείμενο που αποτελείται από δύο στίχους ή δύο γραμμές2. το ουδ. ως ουσ. το δίστιχο (AM δίστιχον)φρ. «ελεγειακό δίστιχο» — επίγραμμα ή ενότητα από δύο στίχους κυρίως στην ελεγειακή ποίηση, από τους οποίους ο πρώτος είναι δακτυλικός εξάμετρος και ο δεύτερος δακτυλικός με τον τρίτο και τον έκτο πόδα ελλιπείς κατά τις βραχείες συλλαβέςνεοελλ.σύντομο ποίημα με δύο ομοιοκατάληκτους, συνήθως δεκαπεντασύλλαβους στίχους, λιανοτράγουδο, μαντινάδα, κοτσάκιαρχ.1. σύντομη επιστολή, σαν να αποτελείται από δύο γραμμές2. (για ρούχα) αυτός που αποτελείται από δύο είδη υφάνσεως ή δύο παράλληλα ραμμένα υφάσματα.
Dictionary of Greek. 2013.